Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Ράγισε καρδιές η μάνα του άτυχου πυροσβέστη.

MAUIOS

Ράγισε καρδιές η μάνα του άτυχου πυροσβέστη

Ράγισε καρδιές η μάνα του άτυχου πυροσβέστη – Βύθισε σε πένθος ολόκληρη τη Λάρισα ο χαμός του άτυχου Ματθαίου Μάντζιου – Το «ύστατο χαίρε» της οικογένειας στο γιο τους

«Μαθιό μου… Παιδί μου…». 
Λόγια που ηχούν σαν μικροί ματωμένοι ψίθυροι, μπερδεμένοι με κραυγές σπαραχτικές. Θαρρείς πως μοιάζουν με λεπίδες που θέλουν να διαπεράσουν και να ξεσκίσουν το μαύρο πέπλο του θανάτου που, με τη βαριά ανάσα του, σκόρπισε παγωνιά στις καρδιές ενός ολόκληρου χωριού λίγο έξω από τη Λάρισα, βυθίζοντας σε πένθος βαρύ μία οικογένεια, που από προχθές δίνει άνιση μάχη με την τραγική απώλεια του παιδιού τους. 

Του 33χρονου άτυχου πυροσβέστη, του χαμογελαστού και γεμάτο αυτοθυσία Ματθαίου Μάντζιου, ο οποίος έπεσε την ώρα του καθήκοντος και, στην προσπάθειά του να σώσει μία ανθρώπινη ζωή, έχασε τη δική του.

«Άδικο, άδικο, άδικο»… Αυτό λένε όλοι από εκείνο το τραγικό βράδυ. Από τη στιγμή που ταξίδεψε η είδηση του χαμού του άτυχου πυροσβέστη. Οι συνάδελφοί του πάγωσαν. Η οικογένειά του κατέρρευσε. Ο κόσμος που πληροφορήθηκε τι έγινε εκείνο το μοιραίο βράδυ στην πολυκατοικία του Παλαιού Φαλήρου συγκινήθηκε. 

Σχεδόν ταυτίστηκε, τηρουμένων των αναλογιών, με τον πόνο της απώλειας ενός νέου παλικαριού που, κάνοντας στο πλαίσιο της υπηρεσίας τη δουλειά του, χάθηκε. Έφυγε. Δε ζει πια. Κυνικό, αλλά πραγματικό.



Ο Ματθαίος δεν μένει πια εδώ

Η Πυροσβεστική -και ειδικότερα η βάση του 5ου Πυροσβεστικού σταθμού- πενθεί. Βρέθηκαν εκεί στον τελευταίο τόπο κατοικίας του φίλου, του συναδέλφου τους για να τον τιμήσουν, να τον αποχαιρετήσουν. Να τον συνοδέψουν στο ταξίδι του, στον άλλο κόσμο. 



Ξεσπούν σε κλάματα. Είναι παιδιά και αυτοί, και ξέρουν ότι θα μπορούσε να είναι ίσως οποιοσδήποτε στη θέση του φίλου τους. Αδυνατούν να κατανοήσουν πως δεν θα τον ξαναδούν, δεν θα τον ξανακούσουν, δεν θα μοιραστούν βάρδιες μαζί του. Χάσανε το φίλο τους…

Αυτό πονά πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο.



Είναι εκεί, στον τελευταίο τόπο κατοικίας του φίλου τους, για να συμπαρασταθούν στην οικογένειά του.



Στην αρραβωνιαστικιά του, τη Μαρία.
Στην απαρηγόρητη αδελφή του.
Στο χαμένο και βυθισμένο στις δικές του σκέψεις πατέρα.
Στην σπαραχτική και καταρρακωμένη μάνα.



«Μαθιό μου, παιδί μου…». Είναι η μάνα. Θρηνεί για το παιδί της, για εκείνον που αγωνίστηκε με νύχια και με δόντια και με χίλιες δύο στερήσεις να μεγαλώσει, προκειμένου να μην του λείψει ποτέ και τίποτα.

Είναι ο γιος, τον οποίο στήριξε, όταν εκείνος, στα 20 του χρόνια, θα έφευγε από το χωριό για να αναζητήσει την τύχη του στην Αθήνα.

Είναι εκείνη η γυναίκα που ο γιος της λάτρευε, εκτιμούσε, τιμούσε, σεβόταν. Είναι εκείνη που πρώτη απ’ όλους θα μάθαινε για την απόφασή του να παντρευτεί τη γυναίκα που άλλαξε τη ζωή του και την ερωτεύτηκε παράφορα, τη Μαρία.



Είναι εκείνη που θα αγωνιούσε για τις προετοιμασίες του επικείμενου γάμου του παιδιού της.

Είναι εκείνη που έκανε κρυφά όνειρα και λαχταρούσε για τη στιγμή που θα έβλεπε γαμπρό το γιο της, που θα τον έβλεπε ευτυχισμένο.

Είναι εκείνη που πρωταγωνιστεί αυτές τις ημέρες σε ένα ανορθόδοξο παιχνίδι της μοίρας.
Εκείνη που αποχαιρέτησε πρώτη από τη ζωή το ίδιο της το παιδί.

Τι να πεις στη γυναίκα αυτή; Ότι ο γιος της είναι ήρωας; Για εκείνη ο χρόνος έχει ήδη σταματήσει. Δεν μπορεί κανείς να γιατρέψει αυτή την πληγή.

Ο σκοτεινιασμένος ουρανός ήθελε, θαρρείς, να βάλει τα κλάματα και να θρηνήσει μαζί με όλους όσους βρέθηκαν εκεί, για να πουν «αντίο» στον Ματθαίο.

Αθάνατος.
Ήρωας.
Παλικάρι.
Κάπως έτσι θα τον θυμούνται εκείνοι.
Κάπως έτσι μάλλον θα τον θυμόμαστε και εμείς.
Αντίο, Ματθαίε…


mageftiko